- κογχυλιωτός
- κογχῠλ-ιωτός, ή, όν, (A
κογχύλιον 11
) dyed with purple, Gloss.; cf. κογχυλιατός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχύλιον 11
) dyed with purple, Gloss.; cf. κογχυλιατός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχυλιωτός — κογχυλιωτός, ή, όν (Α) [κογχύλιον] βαμμένος με πορφύρα … Dictionary of Greek
κογχυλιωτόν — κογχυλιωτός dyed with purple masc acc sg κογχυλιωτός dyed with purple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλιατός — κογχυλιατός, ή, όν (Α) κογχυλιωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κογχυλιωτός*] … Dictionary of Greek